Τοπικό γλωσσάρι (ντοπιολαλιά)
Το οποίο αντλήθηκε από τα υπό έκδοση κείμενα του Γιώργου Λαρεντζάκη (Καϊντιέρη)
Α
Άγανα: Τα μουστάκια του κριθαριού, του σιταριού
Αγιάζι: Ψύχρα, παγωνιά
Αγκαλιά: Θερισμένα στάχια, τόσα όσα χωρούν σε μια αγκαλιά
Αγκρεμνός: Γκρεμός, βράχος
Αγούδουρας (ο): Μαλακόφυλλο φυτό που ανθίζει το καλοκαίρι στους κάμπους
Αγωγιάτης: Συνοδός ζώου κατά τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων με τα ζώα
Αερικό: Ξωτικό σαν τεράστιος ανεμοστρόβιλος
Αηλάδα: Η αγελάδα
Αθρίμπι: Μυρωδάτος αυτοφυής θάμνος, σαν ήμερο θυμάρι
Ακονιζιός: Υδρόφιλο φυτό, με έντονη χαρακτηριστική μυρωδιά και κολλώδη χυμό
Αλαργεύω: Απομακρύνομαι, φεύγω μακριά, φεύγω αλάργα
Αλαφιασμένος: Σαστισμένος, τρομαγμένος
Αλιαριά: Αλι(γ)αριά, λυγαριά
Αλόζι: Αναπαυτικό κρεβάτι, στρώση
Αμουρούζα: Η αγαπητικιά, η γκόμενα
Αμπατή: Χτιστή πέτρινη κωνική είσοδος στο χωράφι, στη ξερολιθιά
Ανάστροφα: Ανάποδα, αντίθετα, αντίστροφα
Ανεμοσκονίζω: Τα σκορπώ όλα στον αέρα, τα κάνω λίμπα
Ανερούσα: Το σημείο επαφής της αμμουδιάς με το κύμα
Αποστελάρης: Άνθρωπος με τον οποίον αποστέλλω κάτι σε κάποιον άλλο, μεταφορέας
Άτζουρας: Πλατιές και λεπτές πέτρες, τοποθετημένες κάθετα, κυκλικά, περιφερειακά στο αλώνι
Αντάρα: Συννεφιά, σκοτεινιά
Αντάριασε (o ουρανός): Συννέφιασε, σκοτείνιασε
Αντιμάμαλο: Μεγάλο αναστρεφόμενο κύμα στα βράχια, (μεταφορικά: Η κακοκαιρία)
Αντρομιδόφυλλο (αντρομίδα): Υφαντό πολύχρωμο κιλίμι με σχέδια (ξόμπλια) και κρόσσια στα άκρα, από μαλλί κατσίκας. Στρώνεται κυρίως πάνω στις κασέλες, αλλά και στο πάτωμα
Άξαχας: Άσπρη πορσελάνινη πέτρα των χωραφιών
Απάχης: Αντρική αποκριάτικη ενδυμασία, τύπου παλιού μάγκα
Απέ: Έπειτα
Απίδαλας: Μικρό, λευκό σκουληκάκι του τυριού
Απλωταριά: στρώση στο έδαφος με θάμνους για το άπλωμα και λιάσιμο των σύκων
Αποκαμωμένος: Ταλαιπωρημένος, κουρασμένος, εξαντλημένος
Αποσταμένα : Ταλαιπωρημένα, κουρασμένα, μπαϊλντισμένα
Αρδικοπός: Τοπωνύμιο αγροτικής περιοχής
Αρχεύω: Αρχίζω, αρχινώ
Ασκιβή: Ακανθώδης αυτοφυής θάμνος, φρύγανο, αφάνα
Αυγατίζω: Προχωρώ τη δουλειά, επιταχύνω
Αφουγκράζομαι: Ακούω με προσοχή ψίθυρους, ήχους
Αχός: Απαλός ήχος, απόηχος
Β
Βακέτα: Κατασκευασμένος από δέρμα μοσχαριού (αφορά στο δέρμα για τα ντόπια τσαρούχια)
Βαρθαλαμίδι: Ειδική ξύλινη θήκη με καπάκι, εσωτερικά στην κασέλα, για τοποθέτηση πολύτιμων μικρών αντικειμένων, χρημάτων, εγγράφων
Βεγγέρα: Βραδινή επίσκεψη σε συγγενικό, γειτονικό, φιλικό σπίτι
Βέστα: Υφαντή γυναικεία μακριά, φαρδιά φούστα
Βίτσα: Βέργα, λεπτό ραβδί
Βλοάτε: Ευλογάτε, ευλογείτε
Βουδιά (η): Αποξηραμένη κοπριά βοδιού, για το κάπνισμα/ημέρωμα των μελισσών
Βρούτσα: Η βούρτσα
Γ
Γάδαρος: Γαϊδούρι, γάιδαρος
Γαδρόμαντρα: Τοπωνύμιο αγροτικής περιοχής, Γαϊδουρόμαντρα
Γαλαχτιά: Άσπρος σαν το γάλα, γαλακτερός (μεταφορικά: καιρός προς το χιονιά)
Γέβεντο: Άσχημο, σίχαμα
Γερανιό: Χρώμα σκούρο μπλε, που μπλαβίζει
Γιακαλί: Πολύ χοντρό υφαντό αντρικό μαύρο μάλλινο γιλέκο με ένα χρυσό ή ασημί κουμπί
Γιαλιτσάδα: Πολύ λαμπερό χρώμα, χρώμα που γυαλίζει, γυαλάδα
Γιατρέσα: Γιατρίνα
Γιόμα: Απόγευμα
Γιορντάμια (τα): Κόλπα, σκέρτσα
Γλίνα: Ζωικό βούτυρο από χοιρινό λίπος
Γλυκάδι: Τοπική ονομασία του όξους, το ξύδι
Γορδέλα: Η κορδέλα
Γούργουλας: Πήλινο μεσαίο κανάτι νερού, με στενό λαιμό και ένα χέρι (αυτί)
Γυαλινός: Ο μήνας Ιούλιος
Γύφτικο: Λαϊκή ονομασία του μηχανουργείου, του σιδεράδικου
Δ
Δαύτο: Ετούτο, αυτό εδώ
Δικριάνι: Εργαλείο αλωνισμού με τέσσερις ακίδες (χαλιά) για το λίχνισμα, το δίκρανο
Διπλέρι: Τοπικό χειροποίητο μελισσοκέρι, διπλωμένο στα δυο και συστραμένο
Δίπλες: Πρωτοχρονιάτικο γλύκισμα, τα ξεροτήγανα
Διπλομανταλώνω: Διπλοκλειδώνω
Δισάκι: Υφαντό ταγάρι που κρεμιέται στον ώμο, με δύο θήκες, μπρος και πίσω
Δουλιώ: Δειλιάζω, σκιάζομαι, φοβάμαι
Δροσιό (το): Η δροσιά, η αύρα (ενίοτε και η σκιά)
Δρυμόνι: Τεράστιο κόσκινο, ειδικό για κοσκίνισμα σιτηρών
Ε
Έρμο: Έρημο
Ετουτηδά: Ετούτη εδώ
Ζ
Ζη (της μέρας): Στο ζενίθ της μέρας, καταμεσήμερο
Ζία (η): Ζευγάρι μουσικών οργάνων, βιολί και λαούτο μαζί
Η
Ηλεκτρική (η): Τοπικός Σταθμός με ντιζελο-γεννήτρια για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος
Θ
Θεριστής: Ο μήνας Ιούνιος, ο μήνας του θερισμού
Θερμιά: Κοινή (λαϊκή) ονομασία της Κύθνου, λόγω των θερμών πηγών της
Θέρος (το): Ο θερισμός των σταχιών
Θράψη: Θερμοκρασιακές συνθήκες κατά τις οποίες θρυμματίζονται εύκολα τα στάχια στο αλώνισμα
Θυμιατό (τρύγου): Πήλινο σκεύος με μπροστινό στόμιο και οπίσθιο εξαερισμό για τις μέλισσες
Ι
΄Ιδρως: Ιδρώτας
΄Ιντα: Τι
Ισιόβολα: Ίσια, ομαλά
Κ
Καγιά: Μεγάλη πέτρα, η πέτρα
Καλά (τα): Τα προικιά του γάμου
Καλντερίμι: Στενό πλακόστρωτο σοκάκι
Καλόερος: Είδος παιδικού παιχνιδιού με πέτρινη αμάδα, το κουτσό
Καλούδια: Κεραστικά, τραταμέντα
Καλυβάρα: Πέτρινο σπίτι στο χωράφι, αγροικία
Καντηλέρι: Είδος μικρού λύχνου
Κάπασος: Άνοιγμα στο δώμα του κελιού, που σκεπάζονταν με πέτρα και χώμα, από το οποίον άνοιγμα τοποθετούσαν τα άχυρα και τον καρπό (κριθάρι) μέσα στο κελί
Καρβατζίκα: Υφαντό μονό ταγάρι με κορδόνια που κρεμιέται στην πλάτη
Καστανιά: Ξύλινο στρογγυλό δοχείο (μπωλ) από ξύλο καστανιάς με καπάκι (με πούμα)
Κατασάμαρα: Καταπάνω στο σαμάρι κι όχι στα πλαϊνά του
Καταστέϊ: Στέγαστρο στο σοκάκι (καμάρα), ανάμεσα σε δύο απέναντι σπίτια
Κατζηλασβέστης: Μεγάλη φτερωτή, χνουδωτή πεταλούδα της νύχτας
Καντζουρίδα: Ξύλινος ή μεταλλικός γάντζος για το στράγγισμα του τυριού
Κασαλιά (η): Ο σκελετός
Κατσουρέλης: Ωδικό μικρό πουλί με λοφίο, κορυδαλλός, κατσουλιέρης
Κατωμεριά: Ονομασία όλης της νότιας μεριάς του νησιού
Καφάσι (της πόρτας): Το επάνω μέρος της ξύλινης εξώπορτας που σχημάτιζε περβάζι
Καφενές (ο): Το καφενείο
Κάψη (η): Καλοκαιριάτικη μεσημεριανή ζέστη, αφόρητη ζέστη
Καωμένα: Καμωμένα, γινωμένα, ώριμα
Κειδά: Εκεί πέρα, εκεί
Κέλα (η): Πρόχειρο σπιτάκι για το γουρούνι
Κελαρικό: Κελί, δωμάτιο δίπλα σε ξωκλήσι
Κελί: Πέτρινο δωμάτιο στο χωράφι για αποθήκευση, (ενίοτε και αγροικία)
Κηπάρι: Μικρός κήπος, μικρό περιβόλι
Κόνταλα: Μεγάλα κομμάτια άχυρων, που ξεχώριζαν από το κριθάρι κατά το αλώνισμα και το σώριασμα του καρπού
Κλώνος: Κλωστή, καμωμένη με συστροφή από πολλές λεπτότερες ίνες
Κογιενάρω: Ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω, πικάρω
Κομό (το) : Έπιπλο με πολλά συρτάρια και μαρμαρένια πλάκα στην επάνω μεριά
Κόντεμα: Κοντό σχοινί, μικρό κομμάτι σχοινιού
Κοράκι: Μάνταλο πόρτας, πόμολο
Κόρφος: Το στήθος, το στέρνο
Κοσάρικο: Εικοσάρικο, κέρμα αξίας είκοσι δραχμών
Κούκος: Μαύρο γούνινο αντρικό καπέλο χωρίς γείσο, αντρικός σκούφος από γούνα κουναβιού
Κουκούλα: Υφασμάτινο (από ποπλίνα) γυναικείο κάλυμμα της κεφαλής με γείσο, με υφασμάτινη προέκταση στο σβέρκο
Κουλουμουρδιάζομαι: Μπερδεύονται κάπου τα πόδια μου και πέφτω κάτω, μπουρδουκλώνομαι
Κουμάντα (τα): Τα απαραίτητα εργαλεία, φαγητά, για συγκεκριμένη εργασία
Κουμούλι (κουμουλάδα): Σωρός από πέτρες. (Μεταφορικά: Σωρός-κουβάρι)
Κουνάλια (τα): Το μάζεμα και λιάσιμο των μαραμένων σύκων από τις συκιές
Κουντούνι: Το κουδούνι
Κουράδι: Στυμμένη και συμπιεσμένη με το χέρι κηρήθρα, απ’ την οποία έφτιαχναν το ντόπιο κερί
Κουργιαλός: Μικρό πήλινο δοχείο, αλειφωτό, χρωματιστό, με μικρό στένωμα στο χείλος και ημικυκλική πήλινη χειρολαβή, για μεταφορά γάλατος σε γνωστά σπίτια, ως δώρο, κέρασμα, πεσκέσι.
Κουρκουνιά: Πήλινο μεσαίο λαγήνι με στενό λαιμό, με δυο χειρολαβές (αυτιά)
Κουρούπι: Μεγάλο και φαρδύ πλατύστομο κιούπι
Κουροψαλίδα: Μεγάλο ψαλίδι, ειδικό για το κούρεμα των μαλλιών των αιγοπροβάτων
Κουσέλια (τα): Κουτσομπολιά
Κουστωδία (η): Ομάδα, σύνολο ατόμων
Κουτελίτης: Ορθογωνικό λευκό ύφασμα, τοποθετούμενο στο μέτωπο των γυναικών, για προστασία από τον ήλιο κατά το θερισμό. Δένεται με κλώνο στο κεφάλι
Κούφωμα (τα κάνω): Χωρίς αίσιο αποτέλεσμα, χωρίς επιτυχία, αποτυγχάνω
Κόφα (η): Είδος μεγάλου κοφινιού με δυο χειρολαβές π.χ. για μεταφορά σταφυλιών
Κρεβαταριά: Ξύλινος αργαλειός για ύφανση
Κρικέλι: Μικρός ξύλινος κρίκος (θηλιά) στην άκρη του σχοινιού (στο κόντεμα)
Κυπάρι: Ημισφαιρικά διαμορφωμένο καλούπι από συμπαγές κερί μελισσών
Κώλος (του κελιού): Το οπίσθιο, το πίσω μέρος του κελιού
Κωροφύλακας: Ο χωροφύλακας, ο αστυνόμος
Λ
Λαγγονή: Κλειστή και απόκρυφη γωνιά στο χωράφι
Λάηνας: Πήλινο μεσαίο λαγήνι με πλατύ στόμιο και δύο χειρολαβές (αυτιά)
Λειψός: Ελλιπής, μισός, λίγος, ανεπαρκής
Λιανός: Ισχνός, αδύνατος
Λιοθυμώ: Χάνω τις αισθήσεις μου, λιγοθυμώ
Λουμί: Τρυφερό και μακρύ κλαδί δέντρου
Λούτζα: Χοιρινό κρέας, διατηρημένο σε άλμη μέσα στη μπρουνιά
Μ
Μαβί: Το μολυβί χρώμα, σκούρο γκρι
Μαγαζέ (το): Πρόχειρο δωμάτιο, αποθήκη
Μάγγανο: Ξύλινο ή μεταλλικό εργαλείο για τη σύνθλιψη σταφυλιών στον τρύγο
Μαγιοκουλούρα: Μεγάλη κρίθινη κουλούρα-παξιμάδι, φτιαγμένη τη Λαμπρή
Μαγκάλι: Πήλινο σκεύος για κάρβουνα, για τη θέρμανση χώρων
Μάης (Ο): Μακρόσυρτο αυτοσχέδιο ντόπιο τραγούδι, με αναφορές στο μήνα Μάη
Μακελεύομαι: Τραυματίζομαι, πληγώνομαι
Μαλαγκονιάζω (στο κλάμα): Εξαντλούμαι από το κλάμα, καταρρέω
Μαντάτο: Νέο, είδηση
Μαντήλι (του Μαγιού): Χοντρό, λευκό υφαντό βαμβακερό μαντήλι για το κεφάλι γυναικών
Μαουλίκα: Ειδικό μαντήλι που τοποθετούσαν οι άντρες στο πίσω μέρος του καπέλου τους, για προστασία του σβέρκου και του προσώπου από τον ήλιο.
Μασαρεύω (τα πράματα): Τακτοποιώ τα ζώα, περιποιούμαι τα ζώα
Ματζαδούρα: Ταΐστρα ζώων, το παχνί
Ματιές (του χοίρου): Το παχύ έντερο του χοίρου, διατηρημένο σε άλμη
Μαυροτσούκαλο: Μαύρος σαν καπνισμένο τσουκάλι.
Μέρουλας: Μεγαλόσωμο μαύρο ωδικό πουλί, είδος πετροκότσυφα
Μεσισκλιάζω: Τεμαχίζω κατάλληλα το κρέας του σφαχτού (του γουρουνιού)
Μιάδι: Μιγάδι, μίγμα από κριθάρι και σιτάρι, το σιτάρι
Μόδι: Μονάδα μέτρησης σιτηρών, μάλλον Τούρκικης προέλευσης
Μονάδι: Μαντρί σε φυσική σπηλιά βράχου με αυλόγυρο από ξερολιθιά
Μορτοπούλα: Χειμερινοπούλι, είδος κότσυφα
Μόστρα (η): Σε εμφανή και περίοπτη θέση, η βιτρίνα
Μούζες: Μαυρίλες, μουντζούρες από καπνιά καζανιού
Μουσαφίρης: Επισκέπτης, φιλοξενούμενος
Μούσκαρος: Μασκαράς
Μούτουλο: Τρύπα στη ξερολιθιά, τρύπα στον τοίχο
Μουτσούνα (τρύγου): ειδική μάσκα προσώπου, μισή από πλέγμα-μισή από ύφασμα, για τις μέλισσες
Μουτσουνάρι: Το στόμιο ροής υγρού (σε δοχείο, πηγάδι, πατητήρι)
Μουχρώνει: Την ώρα που σουρουπώνει, που σκοτεινιάζει
Μπαγιάρω: Κερδίζω, νικώ (σε στοίχημα, σε συναγωνισμό)
Μπαμπακερός: Φτιαγμένος από βαμβάκι, βαμβακερός
Μπαμπερόριζα: Το αρωματικό φυτό αρμπαρόριζα
Μπέρτα (η): Πλεχτή μαύρη γυναικεία εσάρπα για τους ώμους
Μπιτίζω: Τελειώνω τη δουλειά, αποπερατώνω
Μποξάς: Υφαντό χοντρό γυναικείο κάλυμμα της κεφαλής, στο γερανιό χρώμα
Μπούκωμα: Δυο μπουκιές για πρωινό, πριν πάνε να θερίσουν
Μπούστα (η): Το συρτάρι του τραπεζιού, του κομμού, του μπουφέ
Μπούνια (τα): Μέχρι επάνω, εντελώς γεμάτο, σύγχειλα
Μπροβαίρνω και προβαίρνω: Εμφανίζομαι, παρουσιάζω το πρόσωπο μου
Μπρουνιά: Μεσαίο πήλινο αλειφωτό κιούπι, για τυρί, κρέας, ελιές
Ν
Νίβομαι: Πλένω το πρόσωπο μου
Νοτισμένο: Υγρασμένο από το νοτιά
Νταβάς: Αποκριάτικο φαγητό, γεμισμένο κουφάρι κατσικιού σε πήλινη γάστρα
Νταϊντίζω: Υπομένω, ανέχομαι, υποφέρω
Ντάλα: Στο κατακόρυφο, στο έπακρο, στο ζενίθ
Ντανόβικα: Τα καινούρια, τα πρωτοφόρετα ρούχα
Νταντουλίζομαι (δεν): Δεν κουνιέμαι από τη θέση μου, δεν μετακινούμαι
Ντιριέμαι: Διστάζω, δειλιάζω
Ντουβάρι: Τοίχος χτισμένος με πέτρες
Ντρίλια (η): Μουσικός όρος, ειδική πενιά με μουσικό όργανο
Ντρίλινο (παντελόνι): Παντελόνι φτιαγμένο από ευτελές και φτηνό ύφασμα (το ντρίλι)
Νυχτόμπολα: Βαμβακερή πολύχρωμη υφαντή πετσέτα με κρόσσια, για το τύλιγμα και μεταφορά του άρτου στα πανηγύρια (σε αποχρώσεις του άσπρου ή κίτρινου)
Ξ
Ξάϊ: Μεταλλικό κυλινδρικό δοχείο με οριζόντια διαμετρική χειρολαβή και κάθετο εσωτερικό υποστήριγμα, για τη μέτρηση βάρους σιτηρών (40 οκάδες)
Ξαμολιέμαι: Αμολιέμαι, φεύγω και τρέχω γρήγορα
Ξαρέσκιο: Κάτι το εξαιρετικό, το εκλεκτό
Ξενηστικωμένος: Παντελώς νηστικός, θεονήστικος
Ξενόφαντος: Ο καταγόμενος από άλλο μέρος, ξενόφερτος, ξένος
Ξεπεζεύω: Φτάνω στον προορισμό μου και αποβιβάζομαι από το ζώο
Ξερακιανός: Ισχνός, αδύνατος
Ξερολιθιά: Τοίχος χτισμένος έντεχνα από ακανόνιστες τοπικές πέτρες
Ξεροτήγανα: Πρωτοχρονιάτικο γλύκισμα, οι δίπλες
Ξεσκολίζω: Τελειώνω το σχολείο
Ξιπιέμαι: Τρομάζω και τινάζομαι από την τρομάρα μου, παραλογιάζω
Ξυλιά (η): Χτύπημα με ξύλο
Ξυλόκαρτσο: Καλαμένιο ή ξύλινο υποστήριγμα βελόνας κατά το πλέξιμο πλεκτού
Ξυνό: Ντόπιο γιαούρτι με όξινη γεύση
Ξωκύλω: Βγαίνω από την πορεία μου, από τον προορισμό μου, ξεστρατίζω
Ξωτάρης: Αγρότης, αυτός που πηγαίνει όξω στα χωράφια
Ο
Ογού: Επιφώνημα έκπληξης, οργής, αγανάκτησης
Ολούθε: Σε όλο το χώρο, παντού
Ορδινιά: Καθημερινό κολατσιό των αγροτών στα χωράφια
Ούλοι: Όλοι
Όχτα: Πέτρινος τοίχος στο χωράφι για τη συγκράτηση του χώματος
Π
Πααίνω: Πηγαίνω, πάω
Παδά: Εδωνά, εδώ
Παίρνω (στη κοιλιά): Δεν τα καταφέρνω, αποτυγχάνω
Πάλος: Κομμάτι ξύλου μπηγμένο στον τοίχο, για χρήση κρεμάστρας
Παπόρι: Βαπόρι, πλοίο
Παραστάθης: Τα πλαϊνά κάθετα στηρίγματα της πόρτας, η κάσα.
Παραστημός: Η εξωτερική πλευρά της σκάλας του χωραφιού
Παραγλιμός: Η εσωτερική πλευρά της σκάλας του χωραφιού
Πατινάδα: Ρομαντική περιπλάνηση στα σοκάκια, με βιολιά και τραγούδια του δρόμου
Πάω του μαλλιού μου: Πηγαίνω χωρίς προορισμό, χωρίς να ξέρω που πηγαίνω
Πεζούλα: Το πάνω ίσιο μέρος της ξερολιθιάς, από πλατιές πέτρες
Περγάζω: Σκεπάζω με την αξίνα τα αυλάκια του υνιού κατά το όργωμα
Περδικάρι (το): Τοπωνύμιο αγροτικής περιοχής
Περισσός: Αυτός που δεν χρειάζεται, περιττός
Περονιάζω: Νοιώθω το κρύο στο σώμα μου σαν περόνη, κρυώνω πολύ
Πετούγια: Το πόμολο της πόρτας
Πήλιασμα (του κάπασου): Στεγανοποίηση του κάπασου με πηλό (λάσπη)
Πιθόλι: Ο χώρος συγκέντρωσης του μούστου στο πατητήρι
Πιλάλα: Με γρήγορο βήμα, τρεχάλα
Πινακωτή: Ξύλινο σκεύος με πολλές θέσεις, για μεταφορά ωμών ζυμωμένων ψωμιών στο φούρνο
Πιότερο: Περισσότερο
Πιπέρι: Ξερονήσι ανάμεσα Κύθνου και Σερίφου
Πίττες: Πασχαλινές πίττες από ανάλατο τυρί, αυγά, άνηθο (με ή χωρίς ζάχαρη)
Πιτώνομαι: Πιέζομαι, σφίγγομαι
Πλεμόνι: Το πνευμόνι
Πλερώνω: Πληρώνω
Ποδοσίδια (τα): Αποστολή πραγμάτων, φρούτων ή δώρων σε συγγενείς
Πόλκα: Είδος ζευγαρωτού Ευρωπαϊκού χορού
Πουλιά (τα): Αρωματικά λουλούδια, οι βιολέτες. Η πουλιά: Το φυτό βιολέτα
Πουπουλιά: Μαλακόφυλλο φυτό, που οι σπόροι του γίνονται λουμίνια για το καντήλι
Πούντος: Πόντος στο πλέξιμο πλεκτού
Πούσι: Αντάρα, καταχνιά, ομίχλη
Πραμάτισης (της): Ειδική ύφανση σε υφαντό με ποικίλα χρώματα και σχέδια
Πριστώνω: φουσκώνω λόγω ωρίμανσης, ωριμάζω (αφορά στα φρούτα π.χ. σύκα)
Προβέντα: Προσφορά κρέατος από το σφαχτό (χοιρινό) σε συγγενή, σε φίλο κ.λ.π
Προσώρας: Για τούτη την ώρα, προσωρινά
Ρ
Ρασέντονα (τα): Γενικά τα μάλλινα υφαντά κλινοσκεπάσματα
Ρασεντονιά: Υφαντό κλινοσκέπασμα από λάγιο (ασπρόμαυρο) μαλλί προβάτου
Ρετσέλι: Σκοτεινιά με παγωνιά και αέρα, κακοκαιρία
Ριβάρω: Φθάνω στον προορισμό μου, καταφθάνω
Ριμάδες: Ριμάτες, δίστιχα αυτοσχέδια τραγούδια, μαντινάδες
Ρόα (η) : Ρό(γ)α από σταφύλι, αλλά και η μεγάλη αράχνη των αγρών
Ρογώνω: φουσκώνω από το νερό της βροχής (αφορά στο χώμα, στο χωράφι)
Ρουδιά: Τοπωνύμιο αγροτικής περιοχής μεταξύ χωριού και Κανάλας, η Ροδιά
Ρούμπα (η): Η συνολική μετακόμιση από το ένα χωράφι στο άλλο, με όλα τα ζώα και όλα τα απαραίτητα υπάρχοντα, εργαλεία, τρόφιμα κ.λ.π.
Σ
Σαβόρι: Σάλτσα ψαριών, με λάδι, ξύδι, αλεύρι, σκόρδο και δεντρολίβανο
Σαλβαράς: Αντρική ενδυμασία Τούρκικης προέλευσης, με βράκα, ζωνάρι, γιλέκο και φέσι
Σαλιέρος: Αειθαλές δέντρο με ίσια λεπτά κλαριά και μικρά φύλλα, είδος ιτιάς
Σαούνι: Το σαγόνι
Σάρακας (ο): Το σαράκι
Σαρταίνω: Πηδάω, πηδώ
Σελωτά: Κάθομαι στη σέλα ή στη ράχη του αλόγου με ανοιχτά πόδια, όχι σε σαμάρι
Σερφοπούλα: Ξερονήσι ανάμεσα Κύθνου και Σερίφου, η Σεριφοπούλα
Σιάζω: Φτιάχνω, τακτοποιώ, ισιώνω
Σίγανο: Σιγανός, απαλός και ανάλαφρος κυματισμός της θάλασσας
Σκάλες: Διαμορφωμένα ισώματα στις πλαγιές των χωραφιών, για καλλιέργεια
Σκαμπανεβάζω: Ανεβοκατεβαίνω, τραμπαλίζομαι
Σκατζιά (η): Απότομος βράχος με αιχμηρές πέτρες
Σκεπασταριά (η): Μεγάλο πλατύστομο κιούπι, με σκέπασμα (με πώμα)
Σκεπό (μέρος): Υπήνεμο (μέρος), μέρος που δεν το πιάνει ο αέρας
Σκληβό (ψωμί): Μπαγιάτικο, σκληρό ψωμί
Σκλήθρα (η): Μικρή ακίδα από ξύλο ή αγκάθι που μπήγεται στο σώμα (π.χ. στο πόδι, χέρι)
Σκόλη: Σχόλη, αργία, ημέρα γιορτής
Σκολίμπροι (οι): Τοπωνύμιο αγροτικής περιοχής, μεταξύ χωριού και Μέριχα
Σκούρα (τα βλέπω): Τα βλέπω δύσκολα
Σκουρδουλιά: Αυτοφυές φυτό με ρίζα βολβό, ο ασφόδελος
Σκουτέλα: Ντόπια πήλινη κούπα, διαφόρων μεγεθών
Σκύβαλα (τα): Άχυρα μαζί με μερικά σπυριά κριθάρι, που ξεχώριζαν κατά το σώριασμα του καρπού στο αλώνι
Σούμα (σουμάδα): Είδος τοπικού τσίπουρου
Σούπιτος: Γρήγορος, σβέλτος, ταχύς, άμεσος (Ιταλικής προέλευσης)
Σούστα: Είδος ομαδικού χορού
Σουφερτάς: Πολλαπλό σκεύος (πολλά μεταλλικά, απανωτά μπωλ μαζί, σε ενιαία βάση)
Σπαθίζω: Διασχίζω τον αέρα σαν σπαθί
Σπαρθόπουλα: Τα κίτρινα λουλούδια του σπάρτου, σπαρτόπουλα
Σταυράγκαθα: Αυτοφυή μικρά αγκάθια, με κόκκινο χυμό
Στεφάνες: Μεγάλα απόκρημνα βράχια στις κορυφές των βουνών
Στιμάρω: Σημαδεύω για να πετύχω το στόχο
Στουπίδα: Ψιλό και πολύ πυκνό χιόνι
Στραβώνει (με) : Με τυφλώνει, με θαμπώνει
Στραπούντα: Τεράστιος υφαντός σάκος από μαλλί κατσίκας
Στράφι (πήγε): Πήγε χαμένο, πήγε χαράμι
Στρίνα (η): Πρωτοχρονιάτικα δώρα του Νονού στα βαφτιστήρια
Στρόφος: Δυνατός πόνος στη κοιλιά από δυσφορία
Στρούγγα: Η κάθε είσοδος (πόρτα) στο μαντρί
Στρούμπος: Βρασμένο πλιγούρι (πρωτοχρονιάτικο έθιμο)
Στρώση: Πρόχειρο κρεβάτι, το κρεβάτι
Συγκάθουρα: Υπολείμματα, κατακάθια
Σύγλινο: Καβουρντισμένο κρέας, διατηρημένο μέσα σε βούτυρο ή λίπος
Συμπεθέρο (το): Ομαδικός χορός των συμπεθέρων στο τέλειωμα του γάμου
Συμπράγκαλα: Τα απαραίτητα, τα χρειαζούμενα εργαλεία, εφόδια
Συνεμπάζω: Μεταφέρω με το δικριάνι τα στάχια, από την άκρη του αλωνιού προς το κέντρο του
Σύνεργα: Σύνολο απαραίτητων εργαλείων
Συνοπαίρνω: Παίρνω ένα μέρος του φορτίου από τον άλλον, τον βοηθώ
Συρμός: Ιχνηλατημένο με τα πόδια μονοπάτι μέσα στο χωράφι
Σφέτζα (ψωμιού): Φέτα (ψωμιού)
Σφουγγάτο: Τοπικός τυροκροκές, με φρέσκο ανάλατο τυρί, αυγό και αλεύρι
Σχολιαρόπαιδα: Τα παιδιά του σχολείου
Τ
Ταμαχιάρης: Αυτός που υπερβάλει εαυτόν στη δουλειά, δουλευταράς, προκομμένος
Ταραούρα: Το αποτέλεσμα του ταράγματος στο νερό, θολούρα
Ταφείο: Νεκροταφείο
Τάχατες: Άραγε
Τεζιάκι: Ο ξύλινος πάγκος σερβιρίσματος, στο καφενείο, στην ταβέρνα
Τελετίνι: Κατασκευασμένος από δέρμα κατσικιού ή αρνιού (π.χ. το δέρμα για τα τσαρούχια)
Τελεύω: Τελειώνω, αποπερατώνω
Τζιρίτι (το): Γρήγορο τρέξιμο
Τζιλαδιά: Πηχτή, κυρίως από γουρουνίσιο κεφάλι
Τζιτζικομάνα: Το τζιτζίκι του καλοκαιριού
Τρατέρνω (τρατάρω): Κερνώ, φιλεύω
Τραταμέντα (τα): Τα κεραστικά, τα φιλέματα
Τσαδά: Έτσι δα, έτσι
Τσάμπουρο: Το υπόλοιπο του σταφυλιού χωρίς τις ρόγες του
Τσαπίδα: Είδος μικρόσωμης τοπικής σαύρας
Τσαρούχια: Τοπικά πέδιλα με σόλα από λάστιχο αυτοκινήτου και από πάνω κόκκινο δέρμα
Τσιγαρίδα: Καβουρντισμένο μικρό κομμάτι χοιρινού κρέατος
Τσικουλάτα (η): Σοκολάτα (ρόφημα)
Τσιμπογιάννης: Το πουλί κοκκινολαίμης
Τσούρα: Πέταγμα στον αέρα κερμάτων από το νονό στα παιδιά, σε βαφτίσια
Τσουρίζω: Καίω τις εναπομείνασες τρίχες σφαχτού, γουρουνιού, κοτόπουλου
Τσουράπια: Μαύρες, πλεκτές αντρικές κάλτσες, από μαλλί προβάτου
Τσούρμο: Ομάδα, πολλά άτομα μαζί
Τυλιάδι: Τυλιγάδι, ξύλινο όργανο για (τύλιγμα) διαμόρφωση του νήματος σε μπούκλα
Τυροζούμι: Ντόπιο χειμωνιάτικο φαγητό με τριμμένο ψωμί, αλμυρό τυρί και βρασμένο νερό
Τυρόλας: Το υγρό στραγγίσματος του τυριού, ο τσίρος
Φ
Φαγιά (τα): Τα φαγητά
Φακιόλι: Τριγωνικό υφαντό λευκό ύφασμα, τοποθετούμενο άνωθεν της μύτης των γυναικών, για προστασία από τον ήλιο κατά το θερισμό. Δένεται με κλώνο στο κεφάλι
Φασόλες: Ξερά φασόλια, η φασολάδα
Φασούλια: Τα μαυρομάτικα φασόλια
Φει (να): Να φύγει
Φιλιότσος / Φιλιότσα: Ο βαφτισιμιός / η βαφτισιμιά
Φουβού (η): Μικρό πήλινο ειδικό σκεύος για ψήσιμο, πήλινη ψησταριά με κάρβουνα
Φουριόζος: Ο κινούμενος με φούρια, με άτακτη βιασύνη, ο βιαστικός
Φούχτα (η): Χούφτα
Φουώνω: Επιπλήττω, μαλώνω
Φρεσκολειμένος: Φρέσκο-ασπρισμένος με ασβέστη
Φυλάκι: Κατεργασμένο δέρμα κατσικιού, τουλούμι, ασκός
Φυλλάδα (η): Αυτοφυές στις ρεματιές φυτό, η πικροδάφνη
Φύουμε (να) : Να φύγουμε
Χ
Χαμπάρια (τα): Νέα, μαντάτα
Χάμω: Κάτω στο έδαφος, καταγής
Χανούμισα: Αποκριάτικη γυναικεία πολύχρωμη ενδυμασία, Τούρκικης προέλευσης
Χαρανί: Πλατύστομο κωνικό μεγάλο καζάνι
Χάρμπα (η): Μακρύ ίσιο ραβδί με αιχμηρό άκρο, για μεταφορά ή τοποθέτηση φρυ(γ)άνων στους φούρνους
Χασομερώ: Μένει η δουλειά μου πίσω, καθυστερώ
Χερόβολο: Θερισμένα στάχια, τόσα όσα χωρούν στο ένα χέρι, στη μια παλάμη
Χερόμυλος: Μύλος χειροκίνητος, με δύο παράλληλες στρογγυλές ελαφρόπετρες και ξύλινη κατακόρυφη χειρολαβή, για το τρίψιμο αλατιού, ενίοτε και σιταριού
Χερότια: Υφασμάτινα γάντια, που κάλυπταν το πάνω μέρος της παλάμης των γυναικών, για προστασία των χεριών κατά το θερισμό
Χέρσος (Χέρισος): Άγονος, ακαλλιέργητος
Χόβολη: Καυτή στάχτη, από αναμμένα κάρβουνα
Χουσμέτι (το): Δουλειά, αγγαρεία
Χράμι: Υφαντό κλινοσκέπασμα από λευκό μαλλί προβάτου. Βαφόταν επίσης και σε άλλα χρώματα, όπως κόκκινο, πορτοκαλί κ.λ.π
Ψ
Ψάρι (του χοίρου): Ψαχνό χοιρινό κρέας, το ψαρονέφρι
Ψαχουλεύω: Ψηλαφώ, ψάχνω να βρω κάτι με την αφή
Ψέλι (το): Ντόπια πήλινη κυψέλη για τα μελίσσια, σε σχήμα κόλουρου κώνου
Ψωμώνω: Φλερτάρω, ερωτοτροπώ